- κυψελῶν
- κυψέληany hollow vesselfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυψέλων — Κύψελος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλων — κύψελος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικυψέλιος — ἐπικυψέλιος, ὁ (Α) (επίθ. τού Πανός) ο φύλακας, ο προστάτης τών κυψελών … Dictionary of Greek
εριθάκη — ἐριθάκη, ἡ (Α) ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος*. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών … Dictionary of Greek
ηθμοειδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού βλεννογόνου τών ηθμοειδών κυψελών και ενδεχομένως τού οστού που τίς περιβάλλει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoiditis < ethmoid (πρβλ. ηθμοειδής)] … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μαστοειδεκτομή — η ιατρ. ανάτρηση τής μαστοειδούς απόφυσης τού κροταφικού οστού και εκτομή τών μαστοειδών κυψελών καθώς και ευρεία διάνοιξη και απόξεση τού μαστοειδούς άντρου σε περίπτωση μαστοειδίτιδας … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek